ὑβρίζομαι

ὑβρίζομαι
ὑ̱βρίζομαι , ὑβρίζω
wax wanton
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υβρίζω — ὑβρίζω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίσδω Α εκφέρω ύβρεις, προσβάλλω την τιμή ή την αξιοπρέπεια κάποιου με λόγια ή με πράξεις νεοελλ. 1. βρίζω 2. εκστομίζω λόγια ή προβαίνω σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε κάτι («υβρίζουν τα θεία») αρχ …   Dictionary of Greek

  • πλύνος — ὁ, Α [πλύνω] 1. το πλύσιμο 2. κάτι που έχει πλυθεί 3. φρ. α) «νιτρική πλύνου» νιτρικό σαπούνι β) μτφ. «πλύνον ποιῶ τινα» πλύνω γ) μτφ. «πλύνον πλύνεσθαι» υβρίζομαι …   Dictionary of Greek

  • προσκαταλαλώ — έω, Α 1. απαντώ σε κάποιον βίαια με τα λόγια 2. καταβάλλω με τη φλυαρία μου, κατανικώ κάποιον με τα λόγια σε μια συζήτηση 3. παθ. προσκαταλαλοῡμαι, έομαι υφίσταμαι βίαιη επίθεση με λόγια, υβρίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταλαλῶ «φανερώνω, μιλώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”